- φλογερότητα
- [-ης (-ητος)] η1) воспламеняемость; 2) знойность; 3) перен. пламенность, пылкость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φλογερότητα — η, Ν [φλογερός] 1. η ιδιότητα τού φλογερού 2. μτφ. (σχετικά με συναισθήματα) σφοδρότητα, ένταση («φλογερότητα έρωτα») … Dictionary of Greek
φλογερότητα — η το να είναι κανείς φλογερός, σφοδρότητα, βιαιότητα, πάθος, ορμή, περιπάθεια, θερμότητα: Η φλογερότητα των συναισθημάτων του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλκαίος — I (Μυτιλήνη 640 – 570 π.Χ.).Λυρικός ποιητής. O Α. έζησε σε μια εποχή δύσκολη για τις ελληνικές πόλεις, οι οποίες αντιμετώπιζαν σοβαρά εσωτερικά προβλήματα, εξαιτίας της αντίθεσης των μεγάλων αριστοκρατικών γενών, που μετάτην κατάργηση της… … Dictionary of Greek
νεανιότης — νεανιότης, ἡ (Α) [νεανίας] 1. νεανικότητα 2. φλογερότητα, πάθος … Dictionary of Greek